- αινάς
- οτο επάνω μέρος τής πρύμης, καθρέφτης, άβακας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκοπερσ. ayna].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνᾶς — αἰνός dread fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνάς — αἰνά̱ς , αἰνός dread fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek
ασπιδίσκη — η (Α ἀσπιδίσκη) [ασπίς] νεοελλ. τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς αρχ. 1. μικρή ασπίδα 2. δίσκος 3. όνομα… … Dictionary of Greek